- λυχνομαντεία
- Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα παπούτσια και είχε στο κεφάλι του ένα κλαδί ελιάς· στεκόταν μπροστά στον λύχνο και προσευχόταν να έρθει το θείο φως και να μείνει τόσο ώστε να προλάβει να πάρει τους χρησμούς. Έπειτα άνοιγε τα μάτια του, τα έκλεινε και τα άνοιγε ξανά. Βρισκόταν τότε βυθισμένος σε έκσταση, έβλεπε το δωμάτιο να λούζεται στο φως και τον θεό να κάθεται στη θέση του λύχνου. Έπειτα, έστελνε στον θεό μία ευχαριστήρια ευχή που απελευθέρωνε το φως και σηματοδοτούσε το τέλος της διαδικασίας. Αρχικά, οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν γοητεία (= μαγεία) τη λ. και την τιμωρούσαν. Η μέθοδος αναπτύχθηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, με σημαντικότερο, πιθανότατα, λυχνομαντείο αυτό της Πάτρας.
* * *η (Α λυχνομαντεία)είδος αρχαίας μαντικής που γινόταν με σταθερή ενατένιση και προσήλωση τού βλέμματος σε αναμμένο λύχνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -μαντεία (< μαντεύω), πρβλ. θεο-μαντεία, ονειρο-μαντεία].
Dictionary of Greek. 2013.